Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

ΜΕΙΩΝΕΤΕ ΤΑ ΛΙΠΗ; ΑΥΞΑΝΕΤΕ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΓΙΑ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ, ΔΙΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΑ

Στην ηλεκτρονική εφημερίδα ''Ο Τύπος'' δημοσιεύθηκε άρθρο μου με τίτλο ''Μειώνετε τα λίπη; Αυξάνετε τον κίνδυνο για παχυσαρκία, διαβήτη και καρδιοπάθεια''. Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο στην παρακάτω ηλεκτρονική διεύθυνση:
http://www.otyposnews.gr/archives/34459


Μειώνετε τα λίπη; Αυξάνετε τον κίνδυνο για παχυσαρκία, διαβήτη και καρδιοπάθεια



Οι επίσημες αρχές υγείας μας λένε να αποφεύγουμε τα λίπη, και ιδιαίτερα τα κορεσμένα λίπη, από τη διατροφή μας και να τρώμε περισσότερους αμυλώδεις υδατάνθρακες, για να μην γίνουμε υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και για να μειώσουμε τον κίνδυνο για διαβήτη και καρδιοπάθεια. Τι θα λέγατε, αν μαθαίνατε, ότι οι διατροφικές αυτές αλλαγές έχουν οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα;
Γράφει ο Μάριος Δημόπουλος*
Ότι δηλαδή οι άνθρωποι ακολουθώντας αυτές τις συμβουλές έχουν γίνει περισσότερο υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και ότι περισσότεροι παθαίνουν διαβήτη και καρδιοπάθεια; Στο βιβλίο μου «Χοληστερίνη: Ένας σύγχρονος μύθος» (έκδ. Etra Publishing, 2011) υποστηρίζω με πλήθος στοιχείων ότι οι πλούσιες σε λίπη τροφές δεν αυξάνουν τη χοληστερίνη του αίματος και δεν ευθύνονται για την αύξηση της καρδιοπάθειας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Μελετώντας αυτή την περίοδο βρετανικά δεδομένα βρήκα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της άποψης που έχω διατυπώσει στο βιβλίο μου.
Στη Μεγάλη Βρετανία όλο και περισσότεροι άνθρωποι παθαίνουν καρδιοπάθεια. Στις μεγαλύτερες ηλικιακά ομάδες αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων με καρδιοπάθεια.
Το ποσοστό του διαβήτη αυξάνεται επίσης στη Μεγάλη Βρετανία. Από το 1991 ο αριθμός των ανδρών με διαγνωσμένο διαβήτη έχει διπλασιαστεί και ο αριθμός των γυναικών με διαβήτη έχει αυξηθεί 80%. Υπολογίστηκε το 2007 ότι γύρω στα 2,5 εκατομμύρια ενήλικες στη Μεγάλη Βρετανία έχουν διαβήτη.
Μαζί με την καρδιοπάθεια και τον διαβήτη στη Μεγάλη Βρετανία υπάρχει σημαντικό πρόβλημα με την παχυσαρκία. Το Office for National Statistics (ONS) δημοσίευσε τη The National Diet and Nutrition Survey. Αυτή η επιθεώρηση εξετάζει τους τύπους των τροφών που καταναλώνονται από τον πληθυσμό, το ποσοστό της παχυσαρκίας και τη συχνότητα άλλων παθήσεων. Δύο επιθεωρήσεις έχουν ολοκληρωθεί σε ενήλικες στη Μεγάλη Βρετανία μεταξύ ηλικιών 16 και 64 ετών. Η μία επιθεώρηση ολοκληρώθηκε το 1986/87 και η άλλη το 2000/01.
Συγκρίνοντας τους ανθρώπους που ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι το 1986/7 με τον αριθμό των υπέρβαρων ή παχύσαρκων το 2000/01 μπορούμε να δούμε ότι κατά τη διάρκεια της δεκατετράχρονης περιόδου μεταξύ των δύο επιθεωρήσεων 21% των ανδρών και 17% των γυναικών έγιναν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΥΠΕΡΒΑΡΟΙ Ή ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΙ

ΑΝΔΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
1986/87 45% 36%
2000/01 66% 53%

(+21%) (+17%)
Οι τρεις παθήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω συνδέονται. Το να έχετε διαβήτη αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα να αναπτύξετε καρδιοπάθεια. Για παράδειγμα οι γυναίκες με διαβήτη έχουν τρεις με πέντε φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν καρδιοπάθεια. Οι άνθρωποι με διαβήτη έχουν επίσης μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι υπέρβαροι.
Από διατροφική οπτική η πρώτη λογική ερώτηση που προκύπτει είναι: τι έχουν φάει οι άνθρωποι στη Μεγάλη Βρετανία, το οποίο έχει κάνει το ποσοστό της καρδιοπάθειας, του διαβήτη και της παχυσαρκίας να αυξηθεί; Η National Diet and Nutrition Survey δείχνει ότι μεταξύ 1986/87 και 2000/01 το ποσοστό των υδατανθράκων στη δίαιτα της Μεγάλης Βρετανίας αυξήθηκε και το ποσοστό του λίπους που καταναλωνόταν μειώθηκε. Συγκεκριμένα σημαντικές μειώσεις σημειώθηκαν στην κατανάλωση κορεσμένου λίπους. Οι παρακάτω πίνακες δείχνουν τα ποσοστά της ολικής ενέργειας από υδατάνθρακες, ολικό λίπος και κορεσμένο λίπος για άνδρες και γυναίκες ηλικίας 25 με 34 ετών.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2Α
ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ

ΑΝΔΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
1986/87 40,9% 43%
2000/01 44,6% 46,8%
ΠΙΝΑΚΑΣ 2Β
ΟΛΙΚΟ ΛΙΠΟΣ

ΑΝΔΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
1986/87 37,9% 39,4%
2000/01 33,5% 34%
ΠΙΝΑΚΑΣ 2Γ
ΚΟΡΕΣΜΕΝΟ ΛΙΠΟΣ

ΑΝΔΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
1986/87 15,3% 16,4%
2000/01 12,3% 12,3%
Οι αλλαγές στη δίαιτα της Μεγάλης Βρετανίας αποκτά μεγαλύτερο νόημα, όταν αρχίσουμε να εξετάζουμε ειδικά ποιες τροφές τρώγονταν σε μεγαλύτερες ποσότητες και ποιες τροφές τρώγονταν λιγότερο μεταξύ της επιθεώρησης του 1986/87 και της επιθεώρησης του 2000/01. Από το 1986/87 ώς το 2000/01 υπήρξε μια ξεκάθαρη στροφή προς την κατανάλωση περισσότερων χαμηλών σε λίπη τροφών.
Μια από τις πιο εντυπωσιακές αλλαγές συνδέεται με μια τεράστια αύξηση στην ποσότητα μακαρονιών, ρυζιού και άλλων δημητριακών που τρώγονταν. Στην πραγματικότητα η κατανάλωση αυτών των τροφών έφτασε από 236 γραμμάρια κατά μέσο όρο την εβδομάδα το 1986/87 σε 507 γραμμάρια την εβδομάδα το 2000/01.
Η ποσότητα του κρέατος γενικά δεν άλλαξε πάρα πολύ, αλλά υπήρξε μια τεράστια αύξηση σε γεύματα βασισμένα στο κοτόπουλο και στη γαλοπούλα, που είναι χαμηλότερα σε λίπος από άλλα προϊόντα κρέατος. Υπήρξε επίσης μια πολύ μεγάλη στροφή από το πλήρες γάλα προς το ημιάπαχο γάλα και μια σημαντική μείωση στην ποσότητα του βουτύρου που καταναλωνόταν.
Αυτές οι αλλαγές είναι αποτέλεσμα των διεθνών διατροφικών συστάσεων. Κατά τη διάρκεια του χρόνου μεταξύ των δύο επιθεωρήσεων οι κύριες συμβουλές που δόθηκαν στο κοινό ήταν να μειώσει την ποσότητα του λίπους στη διατροφή και να τρώει περισσότερους αμυλώδεις υδατάνθρακες όπως μακαρόνια, ρύζι και δημητριακά.
Έτσι μεταξύ του 1986/87 και 2000/01 έγιναν σημαντικές διατροφικές αλλαγές σύμφωνα με τις διεθνείς συστάσεις. Καταναλώνονταν λιγότερο λίπος (και λιγότερο κορεσμένο λίπος), περισσότεροι υδατάνθρακες (ιδιαίτερα περισσότεροι αμυλώδεις υδατάνθρακες), περισσότερο ημιάπαχο γάλα, λιγότερο πλήρες γάλα και λιγότερο βούτυρο. Ωστόσο αντί να δούμε μια μείωση στον αριθμό των ανθρώπων που έχουν καρδιοπάθεια, διαβήτη ή μια βελτίωση στα στατιστικά στοιχεία της παχυσαρκίας, τα πράγματα χειροτέρευσαν.
Ας δούμε όμως τι έδειξε και μια αμερικανική έρευνα. Ερευνητές από την ιατρική σχολή του Harvard διεξήγαγαν μια έρευνα σε 75.521 γυναίκες που δεν είχαν διαβήτη. Βρέθηκε ότι ένα υψηλότερο γλυκαιμικό φορτίο (γλυκαιμικό φορτίο είναι μια μέτρηση για την επίδραση των τροφών στη γλυκόζη του αίματος) και μια αύξηση στην πρόσληψη υδατανθράκων συνδέθηκε με μια αύξηση στο ποσοστό καρδιοπάθειας. Βρέθηκε επίσης ότι η μείωση της πρόσληψης κορεσμένου λίπους στην πραγματικότητα αύξησε τον κίνδυνο για καρδιοπάθεια.
Οι γυναίκες στην ομάδα των υψηλών υδατανθράκων είχαν 186 περιπτώσεις καρδιοπάθειας, ενώ οι γυναίκες στην ομάδα με τη χαμηλότερη πρόσληψη υδατανθράκων είχαν 139 περιπτώσεις. Τι βλέπουμε λοιπόν εδώ; Η αύξηση στην πρόσληψη υδατανθράκων και η μείωση της πρόσληψης κορεσμένου λίπους αύξησε το ποσοστό καρδιοπάθειας (Liu S., et al., A prospective study of dietary glycemic load, carbohydrate intake, and risk of coronary heart disease in US women, American Journal of Clinical Nutrition, 71, 1455-1461, 2000).
Όλα αυτά δείχνουν ότι οι διατροφικές συμβουλές που έχουν δοθεί για τη μείωση της παχυσαρκίας, του διαβήτη και της καρδιοπάθειας είναι εντελώς εσφαλμένες. Το λίπος, και ιδιαίτερα το κορεσμένο λίπος, δεν ευθύνεται για την επιδημία παχυσαρκίας, διαβήτη και καρδιοπάθειας. Αντίθετα, όπως αποδεικνύεται, μια διατροφή υψηλή σε υδατάνθρακες και χαμηλή σε λίπη έχει χειροτερεύσει την κατάσταση.
Οι άνθρωποι θα είχαν πολλά περισσότερα να κερδίσουν, αν ακολουθούσαν μια διατροφή υψηλή σε πρωτεΐνες και λίπη.
Οι άνθρωποι θα ήταν πιο υγιείς, αν έτρωγαν κρέας, πουλερικά, ψάρια, αυγά, πλήρη γαλακτοκομικά, βούτυρο, ελαιόλαδο, ξηρούς καρπούς, λαχανικά και φρούτα και απέφευγαν το ψωμί, τα μακαρόνια, τη ζάχαρη, τα χαμηλά σε λίπη γαλακτοκομικά, τα σπορέλαια, τα υδρογονωμένα φυτικά έλαια (trans λιπαρά) και τη μαργαρίνη.
*Μάριος Δημόπουλος
Διατροφολόγος
Μέλος του American Council of Applied Clinical Nutrition

1 σχόλιο:

  1. Καλησπέρα σας,

    Διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον τις τελευταίες μέρες τα άρθρα σας και θα ήθελα να σας ρωτήσω εάν στις μελέτες που αναφέρονται και γίνονται συγκρίσεις στο παραπάνω άρθρο έχει υπολογισθεί το γεγονός ότι η καθημερινότητά μας έχει αλλάξει ριζικά. Δεν θα μπορούσα ποτέ να συγκρίνω την καθημερινότητά μου με αυτή της μητέρας μου πριν 25-30 χρόνια που ήταν στη δική μου ηλικία. Εάν κάποιος σήμερα δεν αθλείται από επιλογή η καθημερινότητά του δεν νομίζω ότι εμπεριέχει κάποιου είδους χειρωνακτικής εργασίας. Αναρωτιέμαι μήπως και ο παράγοντας αυτός παίζει σημαντικό ρόλο?

    Ευχαριστώ πολύ

    ΑπάντησηΔιαγραφή